- ὑπόκουφος
- ὑπόκουφοςsomewhat lightmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υπόκουφος — ον, ΜΑ λίγο κούφιος, λίγο κοίλος αρχ. λίγο ελαφρός ή άστατος («ὑπόκουφος καὶ ἀβέβαιος», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + κοῦφος (Ι) «ελαφρός, ευκίνητος»] … Dictionary of Greek
ὑπόκουφον — ὑπόκουφος somewhat light masc/fem acc sg ὑπόκουφος somewhat light neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπόκουφα — ὑπόκουφος somewhat light neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κούφος — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ., 2 κάτ.) του νομού Χαλκιδικής. Βρίσκεται στη νοτιοδυτική ακτή της χερσονήσου της Σιθωνίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τορώνης. Έχει χαρακτηριστεί παραδοσιακός οικισμός. 2. Πεδινός… … Dictionary of Greek